διαβλέποντας

διαβλέποντας
διαβλέπω
stare with eyes wide open
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • Αλφιέρης, Αναστάσιος — (Αίγυπτος 1892 – 1969).Εντομολόγος. Φοίτησε σε ιησουίτικη σχολή του Καΐρου, όπου είχε καθηγητή τον διάσημο Γάλλο ανθρωπολόγο Πιερ Τεϊλάρ ντε Σαρντέν. Ο Σαρντέν, διαβλέποντας την κλίση του προς τις φυσικές επιστήμες, τον προσέλαβε βοηθό στις… …   Dictionary of Greek

  • Βίκτωρ Εμμανουήλ — (Victor Emmanuel). Όνομα ηγεμόνων της Σαρδηνίας και της ενωμένης Ιταλίας. 1. Β.Ε. Α’ (1759 – 1824). Βασιλιάς της Σαρδηνίας (1802 14) και δούκας της Σαβοΐας (1814 21). Ήταν συγγενής του Λουδοβίκου IH’ και του κόμη του Αρτουά, του μετέπειτα Καρόλου …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… …   Dictionary of Greek

  • Κβελίνους ή Κέλεν — (Quellinus ή Quellin). Επώνυμο οικογένειας Φλαμανδών καλλιτεχνών του 17ου και του 18ου αι. 1. Έρασμος (1607 – 1678). Ζωγράφος. Ήταν καθηγητής της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο της Αμβέρσας, όταν γνωρίστηκε με τον Ρούμπενς, ο οποίος, διαβλέποντας το …   Dictionary of Greek

  • Μαλινόφσκι, Μπρόνισλαβ Κάσπαρ — (Bronislaw Kaspar Malinowski, Κρακοβία 1884 – Νιου Χέιβεν, Koνέκτικατ 1942). Βρετανός εθνολόγος και ανθρωπολόγος πολωνικής καταγωγής. Ήταν γιος του πολύ γνωστού στην εποχή του φιλόλογου Λουσιάν Μ. Η μητέρα του ήταν επίσης πολύ καλή γλωσολόγος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”